- ινδοφόνος
- ἰνδοφόνος, -ον (Α)(για τον Διόνυσο) ο Ινδολέτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + -φoνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο-φόνος, δολο-φόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰνδοφόνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνδοφόνοι — Ἰνδοφόνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνδοφόνοιο — Ἰνδοφόνος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνδοφόνοις — Ἰνδοφόνος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνδοφόνοισι — Ἰνδοφόνος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνδοφόνοισιν — Ἰνδοφόνος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνδοφόνον — Ἰνδοφόνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνδοφόνου — Ἰνδοφόνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνδοφόνους — Ἰνδοφόνος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνδοφόνῳ — Ἰνδοφόνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)